Σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο «
κανένα Κράτος Μέλος δεν θα πρέπει να επωμίζεται μια δυσανάλογη ευθύνη» (βλ.
σελ. 2), στο πλαίσιο διαχείρισης των αφίξεων προσφύγων και μεταναστών. Εντούτοις, παρά τις, περί αντιθέτου, εξαγγελίες (μεταξύ άλλων,
εδώ), όπως έχει
ήδη επισημανθεί, η πρόταση αυτή δεν κατευθύνεται προς τη θεραπεία των δομικών δυσλειτουργιών της υφιστάμενης πολιτικής της ΕΕ, ούτε και στον ουσιαστικό επιμερισμό της ευθύνης προστασίας αιτούντων άσυλο και προσφύγων μεταξύ των κρατών μελών.
Ενδεικτικά, το Σύμφωνο
διατηρεί απαράλλακτο τον σκληρό πυρήνα του κανονισμού του Δουβλίνου, με αποτέλεσμα κράτη στα σύνορα της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, να παραμένουν υπεύθυνα για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου των νεοεισερχομένων (
άρθρο. 21 (1,2)). Παράλληλα,
αν και εισάγει μεν μηχανισμό αλληλεγγύης, μεταξύ των κρατών μελών,
εντούτοις οι σχετικές διατάξεις παραμένουν ασαφείς, γραφειοκρατικές και κυρίως μη δεσμευτικές (
σελ. 3), ενώ, πλην εξαιρέσεων (
άρθρο 2),
δεν έχουν εφαρμογή σε αιτούντες άσυλο που υπόκεινται στις διαδικασίες των συνόρων.
Την ίδια στιγμή, το Σύμφωνο, όχι μόνο διατηρεί, αλλά και διευρύνει τη διεξαγωγή της
διαδικασίας ασύλου των συνόρων και την συνδέει με την εισαχθείσα "ταχύρρυθμη" διαδικασία επιστροφών. Μάλιστα, σε περιπτώσεις κρίσης, επεκτείνει την εφαρμογή της και σε αιτούντες άσυλο με εθνικότητες, ως προς τις οποίες τα μέσα ευρωπαϊκά ποσοστά αναγνώρισης καθεστώτος προστασίας φτάνουν ακόμη και το 75% (
άρθρο 4), δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες ως προς τη δυνατότητα της ελληνικής διοίκησης να ανταποκριθεί, πόσο μάλλον κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τις υποθέσεις επανένωσης με μέλη οικογένειας, που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος, το Σύμφωνο
προτείνει τη μείωση της προθεσμίας για την αποστολή αιτήματος αναδοχής στο άλλο κράτος μέλος
κατά ένα μήνα (άρθρο. 29(1)). Με μια τέτοια ρύθμιση
διακυβεύεται σημαντικά το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση αιτούντων άσυλο, που βρίσκονται στην Ελλάδα, με μέλη οικογενειών τους σε άλλο κράτος μέλος, ιδίως αν ληφθούν υπ’ όψιν οι πάγιες δυσχέρειες της ελληνικής διοίκησης να ανταποκριθεί ακόμη και στην ισχύουσα τρίμηνη προθεσμία (
σ. 71).
Τέλος και μεταξύ άλλων, το Σύμφωνο εισάγει περιορισμούς στο δικαίωμα των αιτούντων σε προσφυγή κατά αποφάσεων μεταφοράς σε άλλο κράτος, ενώ παράλληλα καταργεί
το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής,
διακυβεύοντας έτσι περαιτέρω το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή.
Πλέον των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι οι ρυθμίσεις στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, όχι μόνο δεν διασφαλίζουν την αλληλεγγύη και τον επιμερισμό της ευθύνης προστασίας των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και αποδυναμώνουν τις εγγυήσεις προστασίας αιτούντων άσυλο και προσφύγων, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου, διαμορφώνοντας, παράλληλα, συνθήκες περαιτέρω εγκλωβισμού τους στα σύνορα της ΕΕ.